- ερμηνευτός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να ερμηνευθεί, να διασαφηνιστεί, ο εξηγητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Γ. Κωνσταντινίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξηγήσιμος — η, ο ο άξιος να εξηγηθεί, που μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει, ερμηνευτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)